- μαλτσίνα
- και μαντσίνα, ηναυτ. λαϊκή ονομασία τής ιστοθέτιδας, τής μηχανής με την οποία ιστοθετούνται τα ιστιοφόρα, δηλαδή τοποθετούνται κατάρτια πάνω στο σκάφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστοθέτιδα — η ναυτ. μηχανή με την οποία γίνεται η ιστοθέτηση, κν. μαλτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θέτω. Η λ. στον λόγιο τ. ἱστοθέτις μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek